- Σουνιερακος
- ΣουνιέρακοςΣουν-ιέρᾱκοςὅ шутл. (по созвучию с Σουνιάρατος) сунийский ястреб Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] … Dictionary of Greek
Σουνιέρακε — Σουνιέρᾱκε , Σουνιέρακος worshipped at Sunium masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)